ἐπετίθετο

ἐπετίθετο
ἐπιτίθημι
lay
imperf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλυπτήρας — ο (Α καλυπτήρ, ῆρος) [καλύπτω] το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμα αρχ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.) 3. θήκη, θηκάρι 4. στον πληθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”